ἀποδύω

ἀποδύω
ἀποδύνω
strip off
aor subj act 1st sg
ἀποδύνω
strip off
pres subj act 1st sg
ἀποδύνω
strip off
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω …   Dictionary of Greek

  • αποδυτήρια — τα (Α ἀποδυτήριον, το) [αποδύω] ειδικός κλειστός χώρος γυμναστηρίου, κολυμβητηρίου, γηπέδου κ.λπ., όπου οι αθλούμενοι αλλάζουν και φοράνε την αθλητική τους στολή …   Dictionary of Greek

  • αποδύομαι — βλ. αποδύω …   Dictionary of Greek

  • απόδυση — η (AM ἀπόδυσις) [αποδύω] η αφαίρεση ενδύματος, το γδύσιμο …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • deu-1 —     deu 1     English meaning: to plunge, to penetrate into     Deutsche Übersetzung: “einsinken, eindringen, hineinschlũpfen”     Material: O.Ind. upü du “ to go into, (of clothes), to put on, to wear, assume the person of, enter, press into,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”